πεταυρίζω

πεταυρίζω
ΝΑ και πετευρίζομαι Α [πέταυρον / πέτευρον]
πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι …   Dictionary of Greek

  • πεταυριστής — ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο …   Dictionary of Greek

  • πετευρίζομαι — Α βλ. πεταυρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”